ναυτοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυτοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτοσύνη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η ιδιότητα ενός ναύτη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με ο,τι θεωρείται σωστό και ασφαλές.
- ↪ Η ναυτοσύνη απαιτεί όταν δούμε ένα ακυβέρνητο πλοίο να επικοινωνήσουμε μαζί του για την περίπτωση που χρειάζεται την βοήθειά μας.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναυτοσύνη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)