ναφθαλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναφθαλίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική naphtaline[1] < naphte + -l- + -ine (<-ίνη) < (ελληνιστική κοινή) νάφθα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναφθαλίνη θηλυκό
- λευκός κρυσταλλικός αρωματικός στερεός υδρογονάνθρακας με χημικό τύπο C10H8. Κυκλοφορεί στο εμπόριο κυρίως σε μορφή σφαιριδίων, που προστατεύουν τα ρούχα από διάφορα έντομα (σκόρο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγάζω κάτι ή κάποιον από τη ναφθαλίνη: Το(ν) χρησιμοποιώ μετά από καιρό
- βάζω κάτι ή κάποιον στη ναφθαλίνη: το(ν) αχρηστεύω, δεν το(ν) χρησιμοποιώ για καιρό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ναφθαλίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναφθαλίνη
- ↑ ναφθαλίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας