νεοσσεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοσσεύω < αρχαία ελληνική νεοσσεύω[1] < νεοσσ(ός) + -εύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.oˈse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐οσ‐σεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
νεοσσεύω (μόνο στον ενεστώτα)
- (αρχαιοπρεπές, σπάνιο) επωάζω πάνω σε αβγά, κλωσάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλωσάω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- νεοττεύω (αττικός τύπος )
- νοσσεύω (ιωνικός τύπος και ελληνιστικός τύπος)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νεοσσεύω (μέλλοντας: νεοσσεύσω)
- επωάζω
- φτιάχνω φωλιά
Πηγές[επεξεργασία]
- νεοσσεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεοσσεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)