νεο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεο- < αρχαία ελληνική νεο- (νέο(ς) ή λόγιο δάνειο από διαγλωσσικούς όρους neo-[1]

Πρόθημα

[επεξεργασία]

νεο-, νεό-νε- πριν από φωνήεν)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεο- < νέο(ς)

Πρόθημα

[επεξεργασία]

'νεο-, νεό-

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεο- < νέο(ς)

Πρόθημα

[επεξεργασία]

νεο-, νεό-νε- πριν από φωνήεν)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

μορφές:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]