νευριασμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νευρικά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευριασμένα < νευριασμένος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

νευριασμένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

νευριασμένα