νεφελοβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφελοβατώ < νεφέλη + βαίνω (;)

Ρήμα[επεξεργασία]

νεφελοβατώ

  1. πλάθω με τη σκέψη μου όνειρα και σχέδια για το μέλλον
     συνώνυμα: ονειροπολώ, ονειρεύομαι, ονειροβατώ
  2. αφήνω τη σκέψη μου να φαντάζεται
     συνώνυμα: αεροβατώ, ουρανοβατώ, φαντασιοκοπώ
  3. ρεμβάζω
     συνώνυμα: ρομαντζάρω, αρμενίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]