νεφελοβατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφελοβατώ < νεφέλη + βαίνω (;)
Ρήμα[επεξεργασία]
νεφελοβατώ
- πλάθω με τη σκέψη μου όνειρα και σχέδια για το μέλλον
- αφήνω τη σκέψη μου να φαντάζεται
- ρεμβάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφελοβατώ
|