νεός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νέος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεός αἱ νεοί
      γενική τῆς νεοῦ τῶν νεῶν
      δοτική τῇ νε ταῖς νεοῖς
    αιτιατική τὴν νεόν τὰς νεούς
     κλητική ! νεέ νεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεώ
γεν-δοτ τοῖν  νεοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεός < → δείτε τη λέξη νειός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεός θηλυκό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

νεός