νικηφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]νικηφόρα
- με νίκη
- ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα για τα στρατεύματά μας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νικηφόρα