νιτρογόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιτρογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιτρογόνο ουδέτερο
- (παρωχημένο, χημεία) άζωτο (N)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νιτρογλυκερίνη
- νίτρο των Ινδιών (KNO3)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιτρογόνο
|