ξανά μανά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανά μανά < ξανά & επανάληψη με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με μ- (μανά)

Έκφραση

[επεξεργασία]

ξανά μανά

  • για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό
    αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ και θα φύγω

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • ξανά-μανά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]