ξαναρίχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξαναρίχνω < ξανά + ρίχνω

ξαναρίχνω

ξαναρίξε μια ματιά αν θέλεις στην εργασία μου, έχω κάνει μερικές διορθώσεις
πέτυχε εξάρες και ξανάριξε τα ζάρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]