ξαφνικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαφνικά < ξαφνικ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksa.fniˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐φνι‐κά

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξαφνικά (τροπικό επίρρημα)

  • χωρίς να το περιμένει κανείς

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξαφνικά