ξεζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεζώνω < ξε- + ζώνω

ξεζώνω

  • βγάζω κάτι που φοράω γύρω από τη μέση μου, πχ μια ζώνη.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]