ξεθηκαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξεθηκαρώνω
- βγάζω κάτι (σπαθί) από το θηκάρι του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεθηκαρώνω
ξεθηκαρώνω