ξεθηκαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεθηκαρώνω < ξε- + θηκαρώνω

ξεθηκαρώνω

  • βγάζω κάτι (σπαθί) από το θηκάρι του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]