ξεκαμπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκαμπίζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκαμπίζω < ἐξηκαμπίζω < ἐξ και κάμπος ( < το λατινικό campus)

ξεκαμπίζω

  1. βγαίνω στον κάμπο
  2. απομακρύνομαι, φεύγω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]