οδογέφυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδογέφυρα θηλυκό
- η γέφυρα που βρίσκεται πάνω από μια κοιλότητα του εδάφους και στηρίζει με ποικίλων ειδών στηρίγματα ένα πεζόδρομο, μια οδική αρτηρία ή μια σιδηροδρομική γραμμή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ðoˈʝe.fi.ɾa/