οικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οικισμός | οι | οικισμοί |
γενική | του | οικισμού | των | οικισμών |
αιτιατική | τον | οικισμό | τους | οικισμούς |
κλητική | οικισμέ | οικισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικισμός αρσενικό (γεωγραφία)
- μικρό σύνολο κατοικιών
- (γενικότερα) κάθε αυτόνομη οικοδομημένη περιοχή