οισοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οισοφάγος < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος < οἴσω (μέλλοντας του φέρω) + -φάγος (< ἔφαγον, αόριστος του ἐσθίω, τρώγω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.soˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐σο‐φά‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οισοφάγος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- γαστροοισοφαγικός
- γαστροοισοφαγίτιδα
- διοισοφάγειος
- μεγαοισοφάγος
- οισοφάγειος
- οισοφαγικός
- οισοφαγίτιδα
- οισοφαγοσκόπηση
- οισοφαγοσκόπιο
- τραχειοοισοφαγικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)