ολοκληρωμένο κύκλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ολοκληρωμένο κύκλωμα → δείτε τις λέξεις ολοκληρωμένος και κύκλωμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική integrated circuit

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ολοκληρωμένο κύκλωμα ουδέτερο

  • (ηλεκτρονική) ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα που εκτελεί μία ή περισσότερες λειτουργίες και περιέχει διάφορα εξαρτήματα σε περιορισμένο χώρο, επιτρέποντας έτσι την εύκολη χρήση του

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]