ολονυκτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολονυκτία < ολονύκτιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολονυκτία θηλυκό ή ολονυχτία
- λειτουργία που διαρκεί όλη τη νύχτα
- παρακολουθήσαμε μια ολονυκτία στο μοναστήρι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολονυκτία
|