ομοφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοφωνία < αρχαία ελληνική ὁμοφωνία < ὁμός + φωνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομοφωνία θηλυκό
- συμφωνία μεταξύ όλων ανεξαιρέτως (των παρισταμένων, των μελών ενός σώματος κ.λπ)