ονοματική φράση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ονοματική φράση θηλυκό
- (γραμματική) όνομα (ουσιαστικό, αντωνυμία κ.λπ.) με διάφορα μέρη του λόγου (άρθρο, επίθετο, αριθμητικό κ.λπ.) που το συνοδεύουν ή συμπληρώνουν τη σημασία του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονοματική φράση