οπαδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οπαδός | οι | οπαδοί |
γενική | του/της | οπαδού | των | οπαδών |
αιτιατική | τον/την | οπαδό | τους/τις | οπαδούς |
κλητική | οπαδέ | οπαδοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπαδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπαδός (δωρικός, αττικός τύπος : ὀπηδός) συνοδός, ακόλουθος[1] < ὀπάζω < ἔπομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.paˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πα‐δός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπαδός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που ακολουθεί μια κίνηση ή μια ιδεολογία
- (κατ’ επέκταση) αυτός που παθιάζεται υπέρμετρα ή φανατίζεται με μία ομάδα ή οργάνωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπαδός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οπαδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)