οπλοβομβίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοβομβίδα οι οπλοβομβίδες
      γενική της οπλοβομβίδας των οπλοβομβίδων
    αιτιατική την οπλοβομβίδα τις οπλοβομβίδες
     κλητική οπλοβομβίδα οπλοβομβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οπλοβομβίδα < όπλο + βομβίδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οπλοβομβίδα θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος) βομβίδα που εκτοξεύεται από όπλο, είτε ως αντιαρματική, είτε κατά προσωπικού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]