ορίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρί‐ζο‐μαι
- ομόηχο: ορίζομε
Ρήμα
[επεξεργασία]ορίζομαι, π.αόρ.: ορίστηκα, μτχ.π.π.: ορισμένος, (ενεργ.: ορίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ορίζω
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε την κλίση στο ορίζω