οργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀργῶ συνηρημένος τύπος του ὀργάω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γώ
Ρήμα
[επεξεργασία]οργώ/οργάω, στον ενεστώτα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή) [1]
- (για ζώα) βρίσκομαι σε οργασμό
- → δείτε επίσης βαρβατεύω, βαρβατιάζω και γαυριάζω
- καταλαμβάνομαι από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
- (μεταφορικά) έχω μεγάλο ζήλο, επιδίδομαι με μεγάλη ζέση [2]
- ※ Η φύσις επουλόνει τας πληγάς, και οργά επί τέλους η καρδία προς την φαιδρότητα και επιζητεί την χαράν. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οργή
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ὀργῶ σελ.5206 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)