οριοθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οριοθετώ < (ελληνιστική κοινή) ὁριοθετῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]οριοθετώ
- προσδιορίζω τα όρια ενός πράγματος
- το Διεθνές Δικαστήριο θα οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα
- τα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας καλούνται να οριοθετήσουν τις αρμοδιότητές τους
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Το οριοθετώ και το οροθετώ είναι ετυμολογικά και ιστορικά ισοδύναμα αλλά έχει επικρατήσει ως ρήμα το οριοθετώ. Το «οριοθετώ», από μία άποψη, «υπερτερεί» διότι αποσοβεί την δυνατότητα σύγχυσης του πρώτου συνθετικού «όρος» του «οροθετώ» με την έννοια «προϋπόθεση».