ορολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ɾoˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορολόγιο ουδέτερο
- συνώνυμο του ορολογία [1]
- ↪ ορολόγιο της ιατρικής, ορολόγιο των υπολογιστών
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορολόγιο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως ο όρος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)