ορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁρῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορώ < από το αρχαίο ὁρῶ

ορώ, οράς, ορά

  • βλέπω
  • αρκετοί τύποι του ρήματος επιβιώνουν από την αρχαία ελληνική γλώσσα:
  1. όρα (βλέπε)
    όρα στο κεφάλαιο 10
  2. οψόμεθα (θα δούμε)
  3. ίδωμεν (να δούμε)
  4. ας όψεται (αυτός φταίει)
  5. ιδού (να!)
  6. χάρμα ιδέσθαι (χάρμα οφθαλμών, απόλαυση των ματιών)
  7. ίδε
    Ίδε ο άνθρωπος! (Βικιπαίδεια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]