ουμανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουμανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική humanisme[1] (λέξη κειμήλιο από την γαλλική επανάσταση)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουμανισμός αρσενικό
- φιλοσοφία που θέτει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο κάθε δραστηριότητας και ως κεντρικό άξονα κάθε απόφασης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουμανισμός
|
- ↑ ουμανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας