οφθαλμοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφθαλμοκήλη | οι | οφθαλμοκήλες |
γενική | της | οφθαλμοκήλης | — | |
αιτιατική | την | οφθαλμοκήλη | τις | οφθαλμοκήλες |
κλητική | οφθαλμοκήλη | οφθαλμοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφθαλμοκήλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ophthalmocèle < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός + κήλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οφθαλμοκήλη θηλυκό
- (ιατρική) η εξοφθαλμία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Exophthalmos στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφθαλμοκήλη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)