ούρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ούρηση οι ουρήσεις
      γενική της ούρησης* των ουρήσεων
    αιτιατική την ούρηση τις ουρήσεις
     κλητική ούρηση ουρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ούρηση < αρχαία ελληνική οὔρησις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈu.ɾi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ούρηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]