οὐδείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ουδείς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὐδείς < οὐδέ + εἷς (ούτε ένας)

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

οὐδείς - οὐδεμία - οὐδέν

  1. κανείς / κανένας, ουδείς
  2. μηδαμινός, ανάξιος λόγου

Κλίνεται όπως το εἷς. Ο πληθυντικός οὐδένες (γενική οὐδένων, αιτιατική οὐδένας) είναι σπάνιος και απαντά κυρίως με τη δεύτερη σημασία (μηδαμινός)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]