πάνυ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάνυ < αρχαία ελληνική πάνυ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐νυ
- τονικό παρώνυμο: πανί
Επίρρημα[επεξεργασία]
πάνυ
- (αρχαιοπρεπές) πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
- ※ Εύρον νέαν πάνυ εύμορφον, καθαρίαν, εύστολον, ελλόγιμον Ελληνίδα και θυγατέρα φιλοσόφου. (Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (1882) Αθηναΐς [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάνυ
→ δείτε τις λέξεις πολύ και εξαιρετικά |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάνυ < πᾶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
πάνυ
- πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
- ὁ πάνυ: ο αληθινός (επιτατικά), ο εξέχων, ο φημισμένος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)