πάταξον μέν, ἄκουσον δέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάταξον μέν, ἄκουσον δέ < → δείτε τις λέξεις πάταξον (χτύπα!) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου του πατάσσω & ἄκουσον (του ἀκούω), μέν & δέ
Φράση
[επεξεργασία]πάταξον μέν, ἄκουσον δέ
- χτύπα, αλλά (προηγουμένως) άκουσε
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 11.3
- ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ».
- Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!»
- Μετάφραση (1965), Μιχ. Οικονόμου, @greek‑language.gr
- Φράση επιμονής του Θεμιστοκλή προς τον Ευρυβιάδη για την αντιμετώπιση του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα, αντί στον Ισθμό, το 480 π.Χ.
- ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ».
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 11.3
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Και σύγχρονη χρήση της φράσης, για τολμηρή έκφραση σε δίκαιο και λογικό αίτημα