πάχτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάχτωση | οι | παχτώσεις |
γενική | της | πάχτωσης* | των | παχτώσεων |
αιτιατική | την | πάχτωση | τις | παχτώσεις |
κλητική | πάχτωση | παχτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παχτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάχτωση < πάκτωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάχτωση θηλυκό
- άλλη μορφή του πάκτωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάχτωση
|