πέτασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέτασμα < αρχαία ελληνική πέτασμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέτασμα ουδέτερο
- κάθετη διαχωριστική επιφάνεια
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πέτασμα
|