παίρνω τον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]παίρνω τον αέρα
- συνηθίζω και μαθαίνω μια ενέργεια ώστε να αποκτήσω επιδεξιότητα, εξοικειώνομαι με κάτι
- ↪ Κοίτα τι γρήγορα που κάνει ποδήλατο, πήρε τον αέρα του πια!
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παίρνω τον αέρα
|