παγίδευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγίδευση | οι | παγιδεύσεις |
γενική | της | παγίδευσης* | των | παγιδεύσεων |
αιτιατική | την | παγίδευση | τις | παγιδεύσεις |
κλητική | παγίδευση | παγιδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγιδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγίδευση < παγιδεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγίδευση θηλυκό
- η σύλληψη με τη χρήση παγίδας
- η ακινητοποίηση χωρίς δυνατότητα διαφυγής
- το να βρεθεί κάποιος σε δυσχερή θέση με τεχνάσματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγίδευση
|