παθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παθαίνω < πανθάνω < από τον αόριστο ἔπαθον του ρήματος πάσχω

παθαίνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]