παλιμπαιδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιμπαιδισμός οι παλιμπαιδισμοί
      γενική του παλιμπαιδισμού των παλιμπαιδισμών
    αιτιατική τον παλιμπαιδισμό τους παλιμπαιδισμούς
     κλητική παλιμπαιδισμέ παλιμπαιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιμπαιδισμός < ελληνιστική κοινή παλίμπαις, παλιμπαιδ- (< (αρχαία ελληνική πάλιν) παλιμ- + παιδ- παῖς) + -ισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.lim.be.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λι‐μπαι‐δι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιμπαιδισμός αρσενικό

  • η επιστροφή στην παιδική ηλικία, η παιδιάστικη συμπεριφορά από έναν ενήλικο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πάλι και παιδί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]