παλινωδώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλινωδώ < παλινωδία
Ρήμα
[επεξεργασία]παλινωδώ
- αλλάζω συνεχώς άποψη για ένα θέμα και αποδέχομαι ξανά αυτά που πριν είχα απορρίψει για να τα απορρίψω ξανά σε λίγο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλινωδώ