πανδαισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανδαισία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανδαισία[1] < παν- + δαίς < δαίω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pan.ðeˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐δαι‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανδαισία θηλυκό
- πλούσιο γεύμα με μεγάλη ποικιλία φαγητών και γεύσεων
- (μεταφορικά) πλούσια αισθητική εμπειρία και απόλαυση
- ↪ πανδαισία χρωμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανδαισία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πανδαισία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)