πανικοβάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανικοβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος πανικοβάλλω

πανικοβάλλομαι


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]