παντελώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παντελῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παντελώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παντελῶς < παντελ(ής) + -ῶς > -ώς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pan.deˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντε‐λώς
παλιότερος συλλαβισμός: παν‐τε‐λώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παντελώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]