παπουτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/7d/Shoemaker_working_at_Street_3.jpg/220px-Shoemaker_working_at_Street_3.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπουτσής < μεσαιωνική ελληνική παπουτσής < παπούτσι + -ής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπουτσής αρσενικό