παπυρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπυρολόγος < πάπυρ(ος) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική papyrologue (< papyrologie) < αρχαία ελληνική πάπυρος + λόγος[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παπυρολογία
- παπυρολογικός
- → και δείτε τη λέξη πάπυρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπυρολόγος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παπυρολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)