παράκεντρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράκεντρο | τα | παράκεντρα |
γενική | του | παράκεντρου & παρακέντρου |
των | παράκεντρων & παρακέντρων |
αιτιατική | το | παράκεντρο | τα | παράκεντρα |
κλητική | παράκεντρο | παράκεντρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράκεντρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράκεντρο ουδέτερο
- σημείο που βρίσκεται παράκεντρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράκεντρο
|