παράνομο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾa.no.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐νο‐μο
- τονικό παρώνυμο: παρανομώ
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παράνομο