παράπαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράπαν < παρά + παν

Επίρρημα[επεξεργασία]

παράπαν

  1. σε όλα, εντελώς, ολότελα, απόλυτα
  2. πάρα πολύ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]